- διάκτορος
- διάκτορος, -ον (Α)1. (επίθ. τού Ερμή) αγγελιαφόρος ή ψυχοπομπός2. διάκονος, υπηρέτης.[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη που στον Όμηρο αποδίδεται στον Ερμή (πρβλ. διάκτορος Αργεϊφόντης), ενώ στους μεταγενέστερους ποιητές χαρακτηρίζει την Ίριδα και την Αθηνά. Ως επίθετο χρησιμοποιήθηκε αργότερα για να προσδιορίσει τη λ. έγχεα. Η πρώτη σημασία τής λ. είναι άγνωστη από πολύ παλιά. Στον Αισχύλο χρησιμοποιήθηκε με σημασία παραπλήσια τού «διάκονος», ενώ μεταγενέστερη είναι η χρήση τής λ. με σημασία «αγγελιαφόρος», που επιβεβαιώνεται και από την γλώσσα τού Ησυχίου «από τού διάγειν τας αγγελίαςή οίον διακτόρως και σαφώς διαλεγόμενος». Οπωσδήποτε ο τ. διάκτορος δεν είναι παράγωγος τού διάγω προς δήλωση τού ενεργούντος προσώπου. Η άποψη ότι το β' συνθετικό -κτορος < κτέρας, οπότε η λ. θα σήμαινε τον «διανεμητή τού πλούτου», παραμένει αναπόδεικτη, όπως επίσης και η αναγωγή του σε τ. «κτέρεςνεκροί» (Ησύχιος) με σημασία «ο θεός τών νεκρών», εφόσον το κτέρες θεωρήθηκε επινόηση τών γραμματικών για να εξηγηθεί το κτέρεα «οι αποδιδόμενες τιμές στον νεκρό». Τέλος, ελάχιστα πιθανή φαίνεται η προέλευση τού διάκτορος < *δια-ακτ-τορος «ο πορθμεύς». Ο αθέματος τ. διάκτωρ, που μαρτυρείται και στη γλώσσα τού Ησυχίου «διάκτορσιηγεμόσι, βασιλεύσι», αποτελεί υστερογενή σχηματισμό (πρβλ. διάκων-διάκονος)].
Dictionary of Greek. 2013.